- αλεποτινάζω
- Ι. ενεργ.1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τόν χτυπώ βίαια καταγής2. απωθώ με βίαΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσειςΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τινάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek